- περιχέω
- και περιχεύω ΝΜΑπεριχύνω, κυρίως, υγρό άφθονα επάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, περιβρέχω (α. «πολλὴν ἠέρ' ἔχων, ἣν οἱ περίχευεν Ἀθήνη» β. «τῷ περίχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις» γ. χρυσὸν κέρασιν περιχεύας», Ομ. Ιλ.)μσν.-αρχ.μέσ. περιχέομαι1. αγκαλιάζω, σφίγγω στην αγκαλιά μου κάποιον (α. «πανταχόθεν αὐτῷ, περιχυθεῑσα ἐδάκρυεν, ἐφίλει», Ηλιόδ.β. «περιεχύθη καὶ κατεφίλησε», Ιωάνν. Χρυσ.)2. βαπτίζομαι3. χύνομαι ολόγυρα, απλώνομαι ολόγυρα σε κάποιον ή σε κάτι(α. «περὶ δ' ἀμβρόσιος κέχυθ' ὕπνος», Ομ. Οδ.β. περικέχυται γὰρ αύταῑς ἀὴρ καθαρός», Μεθόδ.)αρχ.μέσ. (για πρόσ.) συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι ολόγυρα («αὐτοὺς ὄχλος περιεχεῑτο πολύς», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + χέω/χεύω «χύνω»].
Dictionary of Greek. 2013.